-
1 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
2 кеч
(парусное судно) το δικάταρτο, το ιστιοφόρο με δύο ιστούς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кеч
-
3 судно
судно с το σκάφος, το πλοίο; китобойное \судно το φαλαινοθηρικό; парусное \судно το ιστιοφόρο; нефтеналивное \судно το πετρελαιοφόρο; спасательное — το ναυαγοσωστικό* * *сτο σκάφος, το πλοίοкитобо́йное су́дно — το φαλαινοθηρικό
па́русное су́дно — το ιστιοφόρο
нефтеналивно́е су́дно — το πετρελαιοφόρο
спаса́тельное су́дно — το ναυαγοσωστικό
-
4 судно
су́дн||о Iс τό σκάφος, τό πλοϊο[ν], τό καράβι:парусное \судно τό ἰστιοφόρο· военное \судно τό πολεμικό σκάφος· сторожевое \судно τό περιπολικό· транспортное \судно τό μεταφορικό· буксирное \судно τό ρυμουλκό· грузовое \судно τό φορτηγό πλοίο· китобойное \судно τό φαλαινοθηρικό· нефтеналивное \судно τό πετρελαιοφόρο.судно IIс (для больного) τό οὐροδοχείο, ἡ πάπια. -
5 судно
судно 1-а, πλθ. суда ουδ. σκάφος• πλοίο, καράβι•парусное судно ιστιοφόρο σκάφος•
паровые -да τα ατμόπλοια•
китобойное судно φαλαι-νοθηρευτικό σκάφος•
коммерческое судно εμπορικό σκάφος•
военное судно πολεμικό σκάφος•
гребное судно κωπήλατο σκάφος.
судно 2-а, γεν. πλθ. -ден, δοτ. -днамουδ.καθήκι• πάπια.